Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovvertiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sovvertiˈmento]

1 μπατάρισμα
2 τουμπάρισμα
3 ματαίωση
4 καθαίρεση
5 κατάλυση
6 αιτία ανατροπής ή καταστροφής
7 ανατροπή
8 μυστική συνωμοσία ανατροπής
9 ανασκέλωμα
10 αναποδογύρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovversivo sovvertire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovvenzionato (επίθ.)
sovvenzionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvenzione (θηλ.ουσ)
sovversione (θηλ.ουσ)
sovversivo (αρσ. επίθ και ουσ)
sovvertimento (ουσ αρσ )
sovvertire (ρ. μτβ.)
sovvertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sozzamente (επίρ.)
sozzeria (θηλ.ουσ)
sozzo (επίθ.)
sozzume (ουσ αρσ )
sozzura (θηλ.ουσ)
spaccalegna (ουσ αρσ )
spaccamontagne (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccamonti (ουσ αρσ και θηλ.)
spaccaossa (ουσ αρσ )
spaccapietre (ουσ αρσ )
spaccare (ρ. μτβ.)
spaccarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---