Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solìngo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈlingo]

1 απόκεντρος
2 απόμερος
3 απομονωμένος
4 μόνος
5 μοναχικός
6 ερημικός
7 μονήρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soliloquio solino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)
soliflusso (ουσ αρσ )
soliloquio (ουσ αρσ )
solingo (αρσ. επίθ και ουσ)
solino (ουσ αρσ )
solipede (επίθ.)
solipsismo (ουσ αρσ )
solipsista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
solipsistico (επίθ.)
solista (ουσ αρσ και θηλ.)
solista (επίθ.)
solistico (επίθ.)
solitamente (επίρ.)
solitario (ουσ αρσ )
solitario (επίθ.)
solito (ουσ αρσ )
solito (επίθ.)
solitudine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---