ItalianoGreco


solìngo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈlingo]

1 απόκεντρος
2 απόμερος
3 απομονωμένος
4 μόνος
5 μοναχικός
6 ερημικός
7 μονήρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---