Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soliflussióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soliflusˈsjone]

αποσάθρωση εδάφους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solido soliflusso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazione (θηλ.ουσ)
solidità (θηλ.ουσ)
solido (ουσ αρσ )
solido (επίθ.)
soliflussione (θηλ.ουσ)
soliflusso (ουσ αρσ )
soliloquio (ουσ αρσ )
solingo (αρσ. επίθ και ουσ)
solino (ουσ αρσ )
solipede (επίθ.)
solipsismo (ουσ αρσ )
solipsista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
solipsistico (επίθ.)
solista (ουσ αρσ και θηλ.)
solista (επίθ.)
solistico (επίθ.)
solitamente (επίρ.)
solitario (ουσ αρσ )
solitario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---