Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolipsìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [solipˈsizmo] 1 φιλοσοφική θεωρία άκρατου υποκειμενισμού 2 σολιψισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |