ItalianoGreco


sòlito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlito]

το συνηθισμένο

sòlito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlito]

συνήθης (-ης, -ες), συνηθισμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di solito = συνήθως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---