Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsòlido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlido] στερεό σώμα sòlido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlido] 1 στερεός (-ή, -ό) 2 (saldo) ανθεκτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |