Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sofìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈfista]

σοφιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sofisma sofistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)
sofisma (ουσ αρσ )
sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)
sofisticaggine (θηλ.ουσ)
sofisticamente (επίρ.)
sofisticamento (ουσ αρσ )
sofisticare (ρ.αμτβ.)
sofisticare (ρ. μτβ.)
sofisticato (επίθ.)
sofisticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazione (θηλ.ουσ)
sofisticheria (θηλ.ουσ)
sofistico (ουσ αρσ )
sofistico (επίθ.)
sofo (ουσ αρσ )
Sofocle (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---