sofìstico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [soˈfistiko]
1 ασημαντολόγος άνθρωπος
2 ψιψίρης
3 ψείρας
4 άνθρωπος που μπλέκει σε λεπτομέρειες
sofìstico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [soˈfistiko]
1 σχολαστικός
2 λεπτολόγος
3 καχύποπτος
4 φιλόψογος
5 σοφιστικός
6 αληθοφανής αλλά απατηλός
7 καχύποπτος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [soˈfistiko]
1 ασημαντολόγος άνθρωπος
2 ψιψίρης
3 ψείρας
4 άνθρωπος που μπλέκει σε λεπτομέρειες
sofìstico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [soˈfistiko]
1 σχολαστικός
2 λεπτολόγος
3 καχύποπτος
4 φιλόψογος
5 σοφιστικός
6 αληθοφανής αλλά απατηλός
7 καχύποπτος
permalink
sofistico (ουσ αρσ )
sofistico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android