Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soggettività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sodʤettiviˈta]

υποκειμενικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soggettivistico soggettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soggettivare (ρ. μτβ.)
soggettivazione (θηλ.ουσ)
soggettivismo (ουσ αρσ )
soggettivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
soggettivistico (επίθ.)
soggettività (θηλ.ουσ)
soggettivo (επίθ.)
soggetto (ουσ αρσ )
soggetto (επίθ.)
soggezione (θηλ.ουσ)
sogghignare (ρ.αμτβ.)
sogghigno (ουσ αρσ )
soggiacere (ρ.αμτβ.)
soggiogamento (ουσ αρσ )
soggiogare (ρ. μτβ.)
soggiogatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soggiornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiorno (ουσ αρσ )
soggiungere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soggiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---