ItalianoGreco


soggiornàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sodʤorˈnare]

1 μένω σαν προσωρινός κάτοικος
2 παρεπιδημώ
3 κατοικώ
4 στέκομαι για λίγο
5 σταματώ
6 διαμένω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---