ItalianoGreco


sognatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soɲɲaˈtore]

1 ουτοπιστής
2 συχνά οραματιζόμενος
3 ονειροπαρμένος
4 οπτασιαστής
5 ιδεαλιστής
6 ονειροπόλος
7 οραματιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---