ItalianoGreco


sognàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲare]

1 ονειριάζομαι
2 φαντασιοκοπώ
3 νείρομαι
4 ονειρεύομαι
5 ενυπνιάζομαι

sognàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲare]

ονειρεύομαι

sognarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [soɲˈɲarsi]

1 βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου
2 βλέπω όνειρο
3 ονειρεύομαι
4 βλέπω στον ύπνο μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---