Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolàrium
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soˈlarjum] 1 λιακωτό 2 τζαμαρία βεράντας 3 ηλιόλουστο δωμάτιο 4 ηλιόλουστη αίθουσα ηλιοθεραπείας 5 δωμάτιο με τζαμαρία σε ήλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |