sólco
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsolko]
1 τσαλάκωμα
2 πτυχή
3 ρυτίδα
4 ρωγμή
5 αύλακας (εγκεφάλου)
6 ραγάδα
7 ρήγμα
8 αυλάκι σποράς
9 αυλακιά
10 αυλάκι
11 αυλάκι από ρόδες
12 ζάρα
13 ίχνος αυλακιού πλοίου
14 αχνάρι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsolko]
1 τσαλάκωμα
2 πτυχή
3 ρυτίδα
4 ρωγμή
5 αύλακας (εγκεφάλου)
6 ραγάδα
7 ρήγμα
8 αυλάκι σποράς
9 αυλακιά
10 αυλάκι
11 αυλάκι από ρόδες
12 ζάρα
13 ίχνος αυλακιού πλοίου
14 αχνάρι
permalink
solco (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android