ItalianoGreco


soldatìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soldaˈtino]

1 μολυβένιο στρατιωτάκι
2 νεαρός στρατιώτης
3 στρατιωτάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---