solennità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [solenniˈta]
1 τελετή
2 πανηγύρι
3 εορτή
4 μυστήριο
5 ιερουργία
6 ακολουθία
7 ιεροτελεστία
8 ιεροπρέπεια
9 επισημότητα
10 τυπικότητα
11 σοβαρότητα
12 κατανυκτικό γεγονός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [solenniˈta]
1 τελετή
2 πανηγύρι
3 εορτή
4 μυστήριο
5 ιερουργία
6 ακολουθία
7 ιεροτελεστία
8 ιεροπρέπεια
9 επισημότητα
10 τυπικότητα
11 σοβαρότητα
12 κατανυκτικό γεγονός
permalink
solennità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android