Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solennità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solenniˈta]

1 τελετή
2 πανηγύρι
3 εορτή
4 μυστήριο
5 ιερουργία
6 ακολουθία
7 ιεροτελεστία
8 ιεροπρέπεια
9 επισημότητα
10 τυπικότητα
11 σοβαρότητα
12 κατανυκτικό γεγονός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solennemente solennizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solecismo (ουσ αρσ )
soleggiare (ρ. μτβ.)
soleggiato (επίθ.)
solenne (επίθ.)
solennemente (επίρ.)
solennità (θηλ.ουσ)
solennizzare (ρ. μτβ.)
solenoidale (επίθ.)
solenoide (ουσ αρσ )
solere (ρ.αμτβ.)
solerte (επίθ.)
solertemente (επίρ.)
solerzia (θηλ.ουσ)
soletta (θηλ.ουσ)
solettatura (θηλ.ουσ)
solfa (θηλ.ουσ)
solfanello (ουσ αρσ )
solfara (θηλ.ουσ)
solfatara (θηλ.ουσ)
solfatazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---