Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sòlfa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔlfa]

1 επανάληψη των ίδιων και των ίδιων
2 σολφέζ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solettatura solfanello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solerte (επίθ.)
solertemente (επίρ.)
solerzia (θηλ.ουσ)
soletta (θηλ.ουσ)
solettatura (θηλ.ουσ)
solfa (θηλ.ουσ)
solfanello (ουσ αρσ )
solfara (θηλ.ουσ)
solfatara (θηλ.ουσ)
solfatazione (θηλ.ουσ)
solfato (επίθ.)
solfeggiamento (ουσ αρσ )
solfeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solfeggio (ουσ αρσ )
solfidrato (ουσ αρσ )
solfidrico (επίθ.)
solfifero (επίθ.)
solfitare (ρ. μτβ.)
solfito (ουσ αρσ )
solfo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---