ItalianoGreco


solèrzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soˈlɛrtsja]

1 δραστηριότητα
2 προσπάθεια επίπονη
3 ενεργητικότητα
4 άοκνη προσπάθεια
5 ζήλος
6 επιμέλεια
7 εργατικότητα
8 φιλοπονία
9 προσοχή αμείωτη
10 φιλοτιμία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---