solatìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]
1 μεσημβρινό σημείο
2 ηλιόλουστο μέρος
solatìo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]
1 προσηλιακός
2 λιόχαρος
3 λαμπερός
4 προσήλιος
5 ηλιόλουστος
6 ευήλιος
7 λιόλουστος
8 ηλιόχαρος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]
1 μεσημβρινό σημείο
2 ηλιόλουστο μέρος
solatìo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]
1 προσηλιακός
2 λιόχαρος
3 λαμπερός
4 προσήλιος
5 ηλιόλουστος
6 ευήλιος
7 λιόλουστος
8 ηλιόχαρος
permalink
solatio (ουσ αρσ )
solatio (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android