Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solatìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]

1 μεσημβρινό σημείο
2 ηλιόλουστο μέρος

solatìo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [solaˈtio]

1 προσηλιακός
2 λιόχαρος
3 λαμπερός
4 προσήλιος
5 ηλιόλουστος
6 ευήλιος
7 λιόλουστος
8 ηλιόχαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solarium solatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solare (ρ. μτβ.)
solarimetro (ουσ αρσ )
solario (ουσ αρσ )
solarità (θηλ.ουσ)
solarium (ουσ αρσ )
solatio (ουσ αρσ )
solatio (επίθ.)
solatura (θηλ.ουσ)
solcabile (επίθ.)
solcare (ρ. μτβ.)
solcata (θηλ.ουσ)
solcato (επίθ.)
solcatura (θηλ.ουσ)
solco (ουσ αρσ )
solcometro (ουσ αρσ )
soldanella (θηλ.ουσ)
soldataglia (θηλ.ουσ)
soldatesca (θηλ.ουσ)
soldatesco (επίθ.)
soldatessa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---