ItalianoGreco


soggètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sodˈʤɛtto]

ο υποκείμενος

soggètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sodˈʤɛtto]

1 προδιατεθειμένος
2 διακείμενος
3 εκτεθειμένος
4 διατεθειμένος
5 διαθέσιμος
6 υπόχρεος
7 εκτεθειμένος
8 ευεπίφορος
9 υπόλογος
10 υποκείμενος
11 υποκείμενος σε κυριαρχία άλλου
12 υποτελής
13 υπόδουλος
14 υποκείμενος σε παρακολούθηση
15 ευάλωτος
16 επιρρεπής
17 υποβαλλόμενος σε έκθεση
18 υποβαλλόμενος σε υποχρέωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---