Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sofisticàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sofistiˈkare]

1 διυλίζω τον κώνωπα
2 ψιλοκοσκινίζω
3 ψιλολογώ
4 λεπτολογώ
5 μικρολογώ
6 μπλέκομαι σε λεπτομέρειες

sofisticàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sofistiˈkare]

1 μπασταρδεύω
2 πλαστογραφώ
3 ψευτίζω
4 νοθεύω
5 αλλοιώνω
6 παραποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sofisticamento sofisticato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)
sofisticaggine (θηλ.ουσ)
sofisticamente (επίρ.)
sofisticamento (ουσ αρσ )
sofisticare (ρ.αμτβ.)
sofisticare (ρ. μτβ.)
sofisticato (επίθ.)
sofisticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazione (θηλ.ουσ)
sofisticheria (θηλ.ουσ)
sofistico (ουσ αρσ )
sofistico (επίθ.)
sofo (ουσ αρσ )
Sofocle (κύρ.όν. αρσ.)
software (ουσ αρσ )
soggettista (ουσ αρσ και θηλ.)
soggettivamente (επίρ.)
soggettivare (ρ. μτβ.)
soggettivazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---