Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sofìsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈfizma]

1 σοφιστεία
2 σόφισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sofia sofista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)
sofisma (ουσ αρσ )
sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)
sofisticaggine (θηλ.ουσ)
sofisticamente (επίρ.)
sofisticamento (ουσ αρσ )
sofisticare (ρ.αμτβ.)
sofisticare (ρ. μτβ.)
sofisticato (επίθ.)
sofisticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazione (θηλ.ουσ)
sofisticheria (θηλ.ουσ)
sofistico (ουσ αρσ )
sofistico (επίθ.)
sofo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---