Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffrìtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sofˈfritto]

τσιγαρισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffrire soffusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffregamento (ουσ αρσ )
soffregare (ρ. μτβ.)
soffribile (αρσ. επίθ και ουσ)
soffriggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)
sofisma (ουσ αρσ )
sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)
sofisticaggine (θηλ.ουσ)
sofisticamente (επίρ.)
sofisticamento (ουσ αρσ )
sofisticare (ρ.αμτβ.)
sofisticare (ρ. μτβ.)
sofisticato (επίθ.)
sofisticatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sofisticazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---