ItalianoGreco


sgrassànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zgrasˈsante]

1 αυτός που αφαιρεί τα παλιά γράσα
2 διάταξη αφαίρεσης γράσου

sgrassànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgrasˈsante]

που αφαιρεί το γράσο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---