Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgrassànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zgrasˈsante]

1 αυτός που αφαιρεί τα παλιά γράσα
2 διάταξη αφαίρεσης γράσου

sgrassànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgrasˈsante]

που αφαιρεί το γράσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgrappolatoio sgrassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgranchire (ρ. μτβ.)
sgranchirsi (ρ. μ. μτβ.)
sgranellare (ρ. μτβ.)
sgranocchiare (ρ. μτβ.)
sgrappolatoio (ουσ αρσ )
sgrassante (ουσ αρσ )
sgrassante (επίθ.)
sgrassare (ρ. μτβ.)
sgrassatura (θηλ.ουσ)
sgravare (ρ.αμτβ.)
sgravare (ρ. μτβ.)
sgravarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgravio (ουσ αρσ )
sgraziatamente (επίρ.)
sgraziato (επίθ.)
sgretolamento (ουσ αρσ )
sgretolare (ρ. μτβ.)
sgretolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sgretolio (ουσ αρσ )
sgridare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---