ItalianoGreco


sgretolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zgretoˈlio]

1 κομμάτιασμα
2 σπάσιμο
3 αποσύνθεση
4 θρυμμάτιση
5 θρυμματισμός
6 διάσπαση
7 θρυψάλιασμα
8 θραύση
9 θρυμμάτισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---