Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgrossaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgrossaˈmento] 1 εκλέπτυνση 2 αραίωση 3 λέπτυνση 4 εξευγενισμός 5 περικοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |