Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgroppàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zgropˈpata] 1 μικρός καλπασμός 2 σήκωμα στα πίσω πόδια (αλόγου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |