sgràvio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzgravjo]
1 ξεκούραση
2 ξελάφρωμα
3 ξανάσασμα
4 ανακούφιση
5 ελάφρυνση
6 ξαλάφρωμα
7 ανασασμός
8 ξεφόρτωμα
9 αλάφρωμα
10 χαλάρωση φορολογίας
11 ελάττωση επιβάρυνσης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzgravjo]
1 ξεκούραση
2 ξελάφρωμα
3 ξανάσασμα
4 ανακούφιση
5 ελάφρυνση
6 ξαλάφρωμα
7 ανασασμός
8 ξεφόρτωμα
9 αλάφρωμα
10 χαλάρωση φορολογίας
11 ελάττωση επιβάρυνσης
permalink
sgravio (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android