Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgràvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzgravjo]

1 ξεκούραση
2 ξελάφρωμα
3 ξανάσασμα
4 ανακούφιση
5 ελάφρυνση
6 ξαλάφρωμα
7 ανασασμός
8 ξεφόρτωμα
9 αλάφρωμα
10 χαλάρωση φορολογίας
11 ελάττωση επιβάρυνσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgravarsi sgraziatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgrassare (ρ. μτβ.)
sgrassatura (θηλ.ουσ)
sgravare (ρ.αμτβ.)
sgravare (ρ. μτβ.)
sgravarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgravio (ουσ αρσ )
sgraziatamente (επίρ.)
sgraziato (επίθ.)
sgretolamento (ουσ αρσ )
sgretolare (ρ. μτβ.)
sgretolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sgretolio (ουσ αρσ )
sgridare (ρ. μτβ.)
sgridata (θηλ.ουσ)
sgrillettare (ρ.αμτβ.)
sgrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgrondatura (θηλ.ουσ)
sgrondo (ουσ αρσ )
sgroppare (ρ. μτβ.)
sgropparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---