Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgrassàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zgrasˈsare] 1 καθαρίζω από πουρί 2 καθαρίζω με πολύ νερό 3 αφαιρώ το γράσο 4 αφαιρώ τρίβοντας και καθαρίζοντας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |