Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgranchìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zgranˈkire] τεντώνω sgranchìrsi ρήμα μέσο μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zgranˈkirsi] τεντώνομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsgranchirsi le gambe = τεντώνω τα πόδια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |