Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sezionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [settsjoˈnare]

1 ενεργώ ανατομική
2 ανατέμνω
3 τεμαχίζω
4 χωρίζω σε τμήματα
5 ανατέμω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sezionamento sezionatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seviziatore (ουσ αρσ )
sevo (ουσ αρσ )
sexy (επίθ.)
sezionale (επίθ.)
sezionamento (ουσ αρσ )
sezionare (ρ. μτβ.)
sezionatore (ουσ αρσ )
sezione (θηλ.ουσ)
sfaccendare (ρ.αμτβ.)
sfaccendato (ουσ αρσ )
sfaccettare (ρ. μτβ.)
sfaccettato (επίθ.)
sfaccettatura (θηλ.ουσ)
sfacchinare (ρ.αμτβ.)
sfacchinata (θηλ.ουσ)
sfacciataggine (θηλ.ουσ)
sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---