Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfacèlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfaˈʧɛlo]

1 κατάπτωση
2 φθορά
3 κατάρρευση
4 συντριβή
5 μαρασμός
6 διάλυση
7 αλλοίωση
8 αποσύνθεση
9 καταστροφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfacciato sfagiolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfacchinata (θηλ.ουσ)
sfacciataggine (θηλ.ουσ)
sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )
sfagiolare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ. μτβ.)
sfaglio (ουσ αρσ )
sfagneto (ουσ αρσ )
sfagno (ουσ αρσ )
sfalcio (ουσ αρσ )
sfaldabile (επίθ.)
sfaldamento (ουσ αρσ )
sfaldare (ρ. μτβ.)
sfaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfaldatura (θηλ.ουσ)
sfalsamento (ουσ αρσ )
sfalsare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---