Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sˈfaʎʎo]

1 ξαφνικό πήδημα από φόβο (αλόγου)
2 ξεσκαρτάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfagliare sfagneto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )
sfagiolare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ. μτβ.)
sfaglio (ουσ αρσ )
sfagneto (ουσ αρσ )
sfagno (ουσ αρσ )
sfalcio (ουσ αρσ )
sfaldabile (επίθ.)
sfaldamento (ουσ αρσ )
sfaldare (ρ. μτβ.)
sfaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfaldatura (θηλ.ουσ)
sfalsamento (ουσ αρσ )
sfalsare (ρ. μτβ.)
sfamare (ρ. μτβ.)
sfamarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfangamento (ουσ αρσ )
sfangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---