Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfacciataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sfatʧataˈmente]

1 αναιδώς
2 αδιάντροπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfacciataggine sfacciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfaccettato (επίθ.)
sfaccettatura (θηλ.ουσ)
sfacchinare (ρ.αμτβ.)
sfacchinata (θηλ.ουσ)
sfacciataggine (θηλ.ουσ)
sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )
sfagiolare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ. μτβ.)
sfaglio (ουσ αρσ )
sfagneto (ουσ αρσ )
sfagno (ουσ αρσ )
sfalcio (ουσ αρσ )
sfaldabile (επίθ.)
sfaldamento (ουσ αρσ )
sfaldare (ρ. μτβ.)
sfaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---