Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfaccettatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfatʧettaˈtura]

1 έδρες διαμαντιού
2 κόψιμο εδρών διαμαντιού
3 άποψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfaccettato sfacchinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sezione (θηλ.ουσ)
sfaccendare (ρ.αμτβ.)
sfaccendato (ουσ αρσ )
sfaccettare (ρ. μτβ.)
sfaccettato (επίθ.)
sfaccettatura (θηλ.ουσ)
sfacchinare (ρ.αμτβ.)
sfacchinata (θηλ.ουσ)
sfacciataggine (θηλ.ουσ)
sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )
sfagiolare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ. μτβ.)
sfaglio (ουσ αρσ )
sfagneto (ουσ αρσ )
sfagno (ουσ αρσ )
sfalcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---