Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sezionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [settsjonaˈmento]

1 ανατομή
2 διαχωρισμός σε τομείς
3 κατατομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sezionale sezionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seviziare (ρ. μτβ.)
seviziatore (ουσ αρσ )
sevo (ουσ αρσ )
sexy (επίθ.)
sezionale (επίθ.)
sezionamento (ουσ αρσ )
sezionare (ρ. μτβ.)
sezionatore (ουσ αρσ )
sezione (θηλ.ουσ)
sfaccendare (ρ.αμτβ.)
sfaccendato (ουσ αρσ )
sfaccettare (ρ. μτβ.)
sfaccettato (επίθ.)
sfaccettatura (θηλ.ουσ)
sfacchinare (ρ.αμτβ.)
sfacchinata (θηλ.ουσ)
sfacciataggine (θηλ.ουσ)
sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---