Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciampàgna  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃamˈpaɲɲa]

σαμπάνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciame sciampagnino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciamannare (ρ. μτβ.)
sciamano (ουσ αρσ )
sciamare (ρ.αμτβ.)
sciamatura (θηλ.ουσ)
sciame (ουσ αρσ )
sciampagna (ουσ αρσ και θηλ.)
sciampagnino (ουσ αρσ )
sciampo (ουσ αρσ )
sciancare (ρ. μτβ.)
sciancato (ουσ αρσ )
sciancato (επίθ.)
sciancrato (επίθ.)
sciancratura (θηλ.ουσ)
sciangai (ουσ αρσ )
sciantosa (θηλ.ουσ)
sciantung (ουσ αρσ )
sciapo (επίθ.)
sciara (θηλ.ουσ)
sciarada (θηλ.ουσ)
sciaradista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---