Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciàntung  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃantung]

είδος βαμβακερού υφάσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciantosa sciapo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciancato (επίθ.)
sciancrato (επίθ.)
sciancratura (θηλ.ουσ)
sciangai (ουσ αρσ )
sciantosa (θηλ.ουσ)
sciantung (ουσ αρσ )
sciapo (επίθ.)
sciara (θηλ.ουσ)
sciarada (θηλ.ουσ)
sciaradista (ουσ αρσ και θηλ.)
sciare (ρ.αμτβ.)
sciarpa (θηλ.ουσ)
sciata (θηλ.ουσ)
sciatalgia (θηλ.ουσ)
sciatica (θηλ.ουσ)
sciatico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciatore (ουσ αρσ )
sciatorio (επίθ.)
sciattamente (επίρ.)
sciattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---