Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciancàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃanˈkato] 1 κουτσός 2 σακάτης 3 ανάπηρος sciancàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃanˈkato] 1 σακάτικος 2 ξεγοφιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |