Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciancàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃanˈkato]

1 κουτσός
2 σακάτης
3 ανάπηρος

sciancàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃanˈkato]

1 σακάτικος
2 ξεγοφιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciancare sciancrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciame (ουσ αρσ )
sciampagna (ουσ αρσ και θηλ.)
sciampagnino (ουσ αρσ )
sciampo (ουσ αρσ )
sciancare (ρ. μτβ.)
sciancato (ουσ αρσ )
sciancato (επίθ.)
sciancrato (επίθ.)
sciancratura (θηλ.ουσ)
sciangai (ουσ αρσ )
sciantosa (θηλ.ουσ)
sciantung (ουσ αρσ )
sciapo (επίθ.)
sciara (θηλ.ουσ)
sciarada (θηλ.ουσ)
sciaradista (ουσ αρσ και θηλ.)
sciare (ρ.αμτβ.)
sciarpa (θηλ.ουσ)
sciata (θηλ.ουσ)
sciatalgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---