Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciantósa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʃanˈtosa], [ʃanˈtoza] 1 τραγουδίστρια 2 τραγουδίστρια καμπαρέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |