Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciamatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃamaˈtura]

1 πλήθος
2 εσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciamare sciame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scialuppa (θηλ.ουσ)
sciamanico (επίθ.)
sciamannare (ρ. μτβ.)
sciamano (ουσ αρσ )
sciamare (ρ.αμτβ.)
sciamatura (θηλ.ουσ)
sciame (ουσ αρσ )
sciampagna (ουσ αρσ και θηλ.)
sciampagnino (ουσ αρσ )
sciampo (ουσ αρσ )
sciancare (ρ. μτβ.)
sciancato (ουσ αρσ )
sciancato (επίθ.)
sciancrato (επίθ.)
sciancratura (θηλ.ουσ)
sciangai (ουσ αρσ )
sciantosa (θηλ.ουσ)
sciantung (ουσ αρσ )
sciapo (επίθ.)
sciara (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---