rinculàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rinkuˈlare]
1 συμπτύσσομαι
2 οπισθοδρομώ
3 κλοτσώ (για πυροβόλο όπλο)
4 κάνω πίσω
5 υποχωρώ
6 ενδίδω
7 οπισθοβατώ
8 οπισθοχωρώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [rinkuˈlare]
1 συμπτύσσομαι
2 οπισθοδρομώ
3 κλοτσώ (για πυροβόλο όπλο)
4 κάνω πίσω
5 υποχωρώ
6 ενδίδω
7 οπισθοβατώ
8 οπισθοχωρώ
permalink
rinculare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android