Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rannuvolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rannuvolaˈmento]

1 συννέφιασμα
2 σκοτείνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rannoso rannuvolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rannicchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rannicchiato (επίθ.)
rannidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ranno (ουσ αρσ )
rannoso (επίθ.)
rannuvolamento (ουσ αρσ )
rannuvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rannuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rannuvolata (θηλ.ουσ)
rannuvolato (επίθ.)
ranocchia (θηλ.ουσ)
ranocchiaia (θηλ.ουσ)
ranocchiaio (ουσ αρσ )
ranocchiesco (επίθ.)
ranocchio (ουσ αρσ )
rantolare (ρ.αμτβ.)
rantolio (ουσ αρσ )
rantolo (ουσ αρσ )
rantoloso (επίθ.)
ranula (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---