Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrantolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rantoˈlare] 1 αγκομαχώ 2 ξεφυσώ (αναπνέοντας) 3 αναπνέω με συριγμό 4 ψυχομαχώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |