Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrantolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rantoˈloso], [rantoˈlozo] 1 λαχανιασμένος 2 ασθματικός 3 ασθμαίνων 4 συριγμώδης 5 σφυρικτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |