Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rantolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rantoˈlio]

1 σφύριγμα αναπνοής
2 πνευστίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rantolare rantolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ranocchiaia (θηλ.ουσ)
ranocchiaio (ουσ αρσ )
ranocchiesco (επίθ.)
ranocchio (ουσ αρσ )
rantolare (ρ.αμτβ.)
rantolio (ουσ αρσ )
rantolo (ουσ αρσ )
rantoloso (επίθ.)
ranula (θηλ.ουσ)
ranuncolo (ουσ αρσ )
rapa (θηλ.ουσ)
rapace (ουσ αρσ )
rapace (επίθ.)
rapacemente (επίρ.)
rapacità (θηλ.ουσ)
rapaio (ουσ αρσ )
rapare (ρ. μτβ.)
raparsi (ρ.μ. (αντων.))
rapata (θηλ.ουσ)
rapato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---