Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrannicchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rannikˈkjare] 1 μαζεύω σε σφιχτό πάκο 2 τυλίγω μαζεύοντας ρούχα 3 σωριάζω φύρδην μίγδην rannicchiàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rannikˈkjarsi] κουλουριάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |