Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raccozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rakkotˈtsare]

1 πετώ μαζί
2 μπερδεύω
3 ανακατώνω

raccozzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rakkotˈtsarsi]

1 συναντιέμαι
2 συναθροίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raccostarsi racemato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raccordare (ρ. μτβ.)
raccordo (ουσ αρσ )
raccostamento (ουσ αρσ )
raccostare (ρ. μτβ.)
raccostarsi (ρ.μ. (αντων.))
raccozzare (ρ. μτβ.)
raccozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
racemato (επίθ.)
racemico (επίθ.)
racemifero (επίθ.)
racemo (ουσ αρσ )
racemoso (επίθ.)
rachialgia (θηλ.ουσ)
rachicentesi (θηλ.ουσ)
rachide (ουσ αρσ και θηλ.)
rachideo (επίθ.)
rachidiano (επίθ.)
rachitico (ουσ αρσ )
rachitico (επίθ.)
rachitide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---