Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rachìtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈkitiko]

1 ασθενής με ραχίτιδα
2 δύσμορφος άνθρωπος

rachìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈkitiko]

1 κακοφτιαγμένος
2 ξεχαρβαλωμένος
3 δύσμορφος
4 άσχημα αναπτυγμένος
5 ραχιτικός
6 ετοιμόρροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rachidiano rachitide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rachialgia (θηλ.ουσ)
rachicentesi (θηλ.ουσ)
rachide (ουσ αρσ και θηλ.)
rachideo (επίθ.)
rachidiano (επίθ.)
rachitico (ουσ αρσ )
rachitico (επίθ.)
rachitide (θηλ.ουσ)
rachitismo (ουσ αρσ )
racimolare (ρ. μτβ.)
racimolatura (θηλ.ουσ)
racimolo (ουσ αρσ )
racket (ουσ αρσ )
rada (θηλ.ουσ)
radancia (θηλ.ουσ)
radar (ουσ αρσ )
radarastronomia (θηλ.ουσ)
radarfaro (ουσ αρσ )
radarista (ουσ αρσ και θηλ.)
radaristica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---