Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràcket
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈraket] 1 παράνομη επιχείρηση με δωροδοκία 2 παράνομη δουλειά 3 φασαρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |