Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràcket  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraket]

1 παράνομη επιχείρηση με δωροδοκία
2 παράνομη δουλειά
3 φασαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  racimolo rada  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rachitide (θηλ.ουσ)
rachitismo (ουσ αρσ )
racimolare (ρ. μτβ.)
racimolatura (θηλ.ουσ)
racimolo (ουσ αρσ )
racket (ουσ αρσ )
rada (θηλ.ουσ)
radancia (θηλ.ουσ)
radar (ουσ αρσ )
radarastronomia (θηλ.ουσ)
radarfaro (ουσ αρσ )
radarista (ουσ αρσ και θηλ.)
radaristica (θηλ.ουσ)
radarlocalizzazione (θηλ.ουσ)
radazza (θηλ.ουσ)
radazzare (ρ. μτβ.)
raddensabile (επίθ.)
raddensamento (ουσ αρσ )
raddensare (ρ. μτβ.)
raddensarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---